- Άβατο
- Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 6 μ., 1.258 κάτ.) του νομού Ξάνθης. Βρίσκεται στα ανατολικά των εκβολών του Νέστου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τοπείρου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Άβατο — Sp Ãvatas Ap Άβατο/Avato L ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
άβατο — Το εσωτερικό και πιο απομονωμένο τμήμα του αρχαίου ναού. Ά. ονόμαζαν επίσης οι αρχαίοι Έλληνες κάθε ιερό χώρο (ιερό άλσος κλπ.). Το ά. λεγόταν στην περίπτωση ναού και άδυτο. Μοναστηριακό εξάλλου ά. λέγεται ο θεσμός των μοναστηριών που απαγορεύει… … Dictionary of Greek
Avato — (Greek: Άβατο, previously known as Bey Kioy) is a settlement in the Xanthi prefecture of Greece (Longitude: 24° 48 20 E, Latitude: 40° 57 31 N). It is located 3 kilometers south southeast of Evlalos and 24.7 kilometers north northeast of… … Wikipedia
αγίστευμα — ἁγίστευμα, το (Μ) [ἁγιστεύω] ιερός τόπος, άβατο, άδυτο … Dictionary of Greek
βέβηλος — η, ο (AM βέβηλος, ον) 1. ασεβής, άπιστος 2. μιαρός, ανίερος 3. ανέντιμος, ανήθικος αρχ. μσν. αυτός που δεν έχει καθαρθεί, αμύητος σε μυστηριακή λατρεία μσν. (για φαγητό) ακάθαρτος, απαγορευμένος, εφ όσον προέρχεται από ειδωλολατρική θυσία αρχ. 1 … Dictionary of Greek
κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης … Dictionary of Greek
Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… … Dictionary of Greek
Λειμώνος, μονή — Ανδρικό μοναστήρι της Λέσβου, αφιερωμένο στο όνομα των Ταξιαρχών, το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Μηθύμνης. Ιδρύθηκε το 1523 ή 1527 γύρω από την εκκλησία της κατεστραμμένης βυζαντινής μονής του Παμμεγίστου Ταξιάρχου Μιχαήλ. Το 1975 χτίστηκε… … Dictionary of Greek
Σαμοθράκη — Νησί του βορειοανατολικού Αιγαίου, ΝΔ των εκβολών του Έβρου, 24 μίλια περίπου από την Αλεξανδρούπολη. Ελλειψοειδούς σχήματος (22 χλμ., μέγιστο μήκος και 13 μέγιστο πλάτος) έχει έκταση 178 τ. χλμ., πληθυσμό 3.083 κατ., και αποτελεί διοικητικά… … Dictionary of Greek
Σαουδική Αραβία — Κράτος στη Μέση Ανατολή. Βρέχεται στα Α και Δ από τον Περσικό Κόλπο και την Ερυθρά Θάλασσα αντίστοιχα και στα Ν από την Αραβική Θάλασσα.H εδαφική επικράτεια της Σαουδικής Aραβίας, που παλιά προσδιοριζόταν πολύ άοριστα ως Zαζιράτ αλ Aράμπ, δηλαδή… … Dictionary of Greek